- σκευωροῦμαι
- σκευωρέομαιlook after the baggagepres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκευωρώ — σκευωρῶ, έω, ΝΜΑ, και κυρίως το παθ. σκευωροῡμαι, έομαι, και σκαιωρῶ, έω και σκαιωροῡμαι, έομαι, Α σχεδιάζω κάτι κακό εναντίον κάποιου με ύπουλο και κρυφό τρόπο, μηχανορραφώ, μόνος μου ή με τη σύμπραξη πολλών («οι πολιτικοί του αντίπαλοι… … Dictionary of Greek
μετασκευωρούμαι — μετασκευωροῡμαι, έομαι (Α) μεταβάλλω, αλλάζω, αλλοιώνω («τοὔνομα μετασκευωρήσασθαι», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + σκευωροῦμαι «κατασκευάζω, ενεργώ δόλια»] … Dictionary of Greek
σκευώρημα — και σκαιώρημα, ατος, τὸ, ΜΑ [σκευωροῡμαι] πράξη δολερή και απατηλή, σκευωρία … Dictionary of Greek